ξώσαρκος

ξώσαρκος
-η, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια τού δέρματος, εξωδερμικός
2. αυτός που προεξέχει («στα τροφαντά ξώσαρκα στήθια της παραπατάει ο μεσημεριάτης», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + -σαρκος (< σάρκα), πρβλ. εύ-σαρκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”